- κακοχώνευτος
- -η, -οαυτός που δύσκολα χωνεύεται: Το φαγητό αυτό είναι κακοχώνευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος 2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά») γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα… … Dictionary of Greek
αδιάπεπτος — η, ο (AM ἀδιάπεπτος, ον) αυτός που δεν υφίσταται πέψη, κακοχώνευτος, δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *διαπέπτω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαπεψία] … Dictionary of Greek